κρατίστοις

κρατίστοις
κράτιστος
strongest
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οχείον — (I) ὀχεῑον, τὸ (Α) [οχεία (Ι)] 1. αρσενικό ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, επιβήτορας, βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῑς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», Πλούτ.) 2. κόκορας 3. τόπος κατάλληλος για οχεία. (II) ὀχεῑον, τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”